Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
View word page
τυμβόχωστος
heaped up into a cairn, high-heaped
ShortDef
heaped up into a cairn, high-heaped
Debugging
Headword:
τυμβόχωστος
Headword (normalized):
τυμβόχωστος
Headword (normalized/stripped):
τυμβοχωστος
IDX:
89605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89606
Key:
Data
{'content': 'heaped up into a cairn, high-heaped'}