Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
View word page
τυμβοφάντης
one who shows a tomb

ShortDef

one who shows a tomb

Debugging

Headword:
τυμβοφάντης
Headword (normalized):
τυμβοφάντης
Headword (normalized/stripped):
τυμβοφαντης
IDX:
89600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89601
Key:

Data

{'content': 'one who shows a tomb'}