Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
View word page
τύμβιος
in the tomb

ShortDef

in the tomb

Debugging

Headword:
τύμβιος
Headword (normalized):
τύμβιος
Headword (normalized/stripped):
τυμβιος
IDX:
89594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89595
Key:

Data

{'content': 'in the tomb'}