Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
View word page
τύμβευμα
a tomb, grave

ShortDef

a tomb, grave

Debugging

Headword:
τύμβευμα
Headword (normalized):
τύμβευμα
Headword (normalized/stripped):
τυμβευμα
IDX:
89590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89591
Key:

Data

{'content': 'a tomb, grave'}