Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
τυμβοποιός
View word page
τυμβαύλης
one who plays the aulos

ShortDef

one who plays the aulos

Debugging

Headword:
τυμβαύλης
Headword (normalized):
τυμβαύλης
Headword (normalized/stripped):
τυμβαυλης
IDX:
89587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89588
Key:

Data

{'content': 'one who plays the aulos'}