Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
τυμβογέρων
View word page
τυμβάς
sorceress, witch
ShortDef
sorceress, witch
Debugging
Headword:
τυμβάς
Headword (normalized):
τυμβάς
Headword (normalized/stripped):
τυμβας
IDX:
89586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89587
Key:
Data
{'content': 'sorceress, witch'}