Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
τυμβίτης
View word page
τυλωτός
knobbed

ShortDef

knobbed

Debugging

Headword:
τυλωτός
Headword (normalized):
τυλωτός
Headword (normalized/stripped):
τυλωτος
IDX:
89585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89586
Key:

Data

{'content': 'knobbed'}