Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
τυμβίδιος
τύμβιος
View word page
τύλωσις
a making

ShortDef

a making

Debugging

Headword:
τύλωσις
Headword (normalized):
τύλωσις
Headword (normalized/stripped):
τυλωσις
IDX:
89584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89585
Key:

Data

{'content': 'a making'}