Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
τυμβεύω
τυμβήρης
View word page
τύλωμα
sole
ShortDef
sole
Debugging
Headword:
τύλωμα
Headword (normalized):
τύλωμα
Headword (normalized/stripped):
τυλωμα
IDX:
89582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89583
Key:
Data
{'content': 'sole'}