Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
τύμβευμα
View word page
τυλυφάντης
one who weaves cushion-covers
ShortDef
one who weaves cushion-covers
Debugging
Headword:
τυλυφάντης
Headword (normalized):
τυλυφάντης
Headword (normalized/stripped):
τυλυφαντης
IDX:
89580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89581
Key:
Data
{'content': 'one who weaves cushion-covers'}