Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
τύμβειος
View word page
τυλόω
to make knobby

ShortDef

to make knobby

Debugging

Headword:
τυλόω
Headword (normalized):
τυλόω
Headword (normalized/stripped):
τυλοω
IDX:
89579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89580
Key:

Data

{'content': 'to make knobby'}