Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύλη
τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
τύλωσις
τυλωτός
τυμβάς
τυμβαύλης
τυμβεία
View word page
τύλος
a knot
ShortDef
a knot
Debugging
Headword:
τύλος
Headword (normalized):
τύλος
Headword (normalized/stripped):
τυλος
IDX:
89578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89579
Key:
Data
{'content': 'a knot'}