Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τυλάς
τύλη
τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
τύλων
View word page
τύλλος
box, chest

ShortDef

box, chest

Debugging

Headword:
τύλλος
Headword (normalized):
τύλλος
Headword (normalized/stripped):
τυλλος
IDX:
89573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89574
Key:

Data

{'content': 'box, chest'}