Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τυλάς
τύλη
τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
τυλοπλόκος
τυλοπροσκεφάλαιον
τύλος
τυλόω
τυλυφάντης
τυλώδης
τύλωμα
View word page
τυλίσσω
to twist up: to bend

ShortDef

to twist up: to bend

Debugging

Headword:
τυλίσσω
Headword (normalized):
τυλίσσω
Headword (normalized/stripped):
τυλισσω
IDX:
89572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89573
Key:

Data

{'content': 'to twist up: to bend'}