Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύβαρις
τυγχάνω
Τυδεΐδης
Τυδεύς
τυῖδε
τυκάνη
τύκη
τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τυλάς
τύλη
τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
τυλοειδής
τυλόεις
View word page
τυκτά
(tacht)

ShortDef

(tacht)

Debugging

Headword:
τυκτά
Headword (normalized):
τυκτά
Headword (normalized/stripped):
τυκτα
IDX:
89565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89566
Key:

Data

{'content': '(tacht)'}