Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρωτός
τρωχάω
τύβαρις
τυγχάνω
Τυδεΐδης
Τυδεύς
τυῖδε
τυκάνη
τύκη
τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τυλάς
τύλη
τυληρός
τυλιγμός
τυλίον
τυλίσσω
τύλλος
View word page
τύκισμα
a working of stones

ShortDef

a working of stones

Debugging

Headword:
τύκισμα
Headword (normalized):
τύκισμα
Headword (normalized/stripped):
τυκισμα
IDX:
89563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89564
Key:

Data

{'content': 'a working of stones'}