Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τρώς
τρῶσις
τρωσμός
τρωτέον
τρωτός
τρωχάω
τύβαρις
τυγχάνω
Τυδεΐδης
Τυδεύς
τυῖδε
τυκάνη
τύκη
τυκίζω
τύκισμα
τύκος
τυκτά
τυκτός
τυλάς
τύλη
τυληρός
View word page
τυῖδε
here

ShortDef

here

Debugging

Headword:
τυῖδε
Headword (normalized):
τυῖδε
Headword (normalized/stripped):
τυιδε
IDX:
89559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89560
Key:

Data

{'content': 'here'}