Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρωξαλλίς
τρώξανον
τρωξάρτης
τρῶξις
τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρῶσις
τρωσμός
τρωτέον
τρωτός
τρωχάω
τύβαρις
τυγχάνω
Τυδεΐδης
Τυδεύς
τυῖδε
τυκάνη
τύκη
τυκίζω
τύκισμα
View word page
τρωτός
to be wounded, vulnerable
ShortDef
to be wounded, vulnerable
Debugging
Headword:
τρωτός
Headword (normalized):
τρωτός
Headword (normalized/stripped):
τρωτος
IDX:
89553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89554
Key:
Data
{'content': 'to be wounded, vulnerable'}