Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
Τρωΐτης
τρώκτης
τρωκτικός
τρωκτός
τρώμα
τρώξ
τρωξαλλίς
τρώξανον
τρωξάρτης
τρῶξις
τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρῶσις
τρωσμός
τρωτέον
View word page
τρώξ
gnawer
ShortDef
gnawer
Debugging
Headword:
τρώξ
Headword (normalized):
τρώξ
Headword (normalized/stripped):
τρωξ
IDX:
89542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89543
Key:
Data
{'content': 'gnawer'}