Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
Τρωΐτης
τρώκτης
τρωκτικός
τρωκτός
τρώμα
τρώξ
τρωξαλλίς
τρώξανον
τρωξάρτης
τρῶξις
τρωοφθόρος
τρωπάω
Τρώς
τρῶσις
τρωσμός
View word page
τρώμα
(Dor.) wound

ShortDef

(Dor.) wound

Debugging

Headword:
τρώμα
Headword (normalized):
τρώμα
Headword (normalized/stripped):
τρωμα
IDX:
89541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89542
Key:

Data

{'content': '(Dor.) wound'}