Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
Τρωΐτης
τρώκτης
τρωκτικός
τρωκτός
τρώμα
τρώξ
τρωξαλλίς
τρώξανον
τρωξάρτης
τρῶξις
τρωοφθόρος
τρωπάω
View word page
τρώκτης
a gnawer, nibbler

ShortDef

a gnawer, nibbler

Debugging

Headword:
τρώκτης
Headword (normalized):
τρώκτης
Headword (normalized/stripped):
τρωκτης
IDX:
89538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89539
Key:

Data

{'content': 'a gnawer, nibbler'}