Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
Τρωΐτης
τρώκτης
τρωκτικός
τρωκτός
View word page
τρώγω
to gnaw, nibble, munch

ShortDef

to gnaw, nibble, munch

Debugging

Headword:
τρώγω
Headword (normalized):
τρώγω
Headword (normalized/stripped):
τρωγω
IDX:
89530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89531
Key:

Data

{'content': 'to gnaw, nibble, munch'}