Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
Τρωΐτης
τρώκτης
View word page
τρωγλύδριον
a small hole

ShortDef

a small hole

Debugging

Headword:
τρωγλύδριον
Headword (normalized):
τρωγλύδριον
Headword (normalized/stripped):
τρωγλυδριον
IDX:
89528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89529
Key:

Data

{'content': 'a small hole'}