Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
Τρώϊος
View word page
τρωγλοδύτης
one who creeps into holes, cave dweller

ShortDef

one who creeps into holes, cave dweller

Debugging

Headword:
τρωγλοδύτης
Headword (normalized):
τρωγλοδύτης
Headword (normalized/stripped):
τρωγλοδυτης
IDX:
89526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89527
Key:

Data

{'content': 'one who creeps into holes, cave dweller'}