Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
Τρωΐλος
View word page
τρωγλοδυτέω
dwell in holes

ShortDef

dwell in holes

Debugging

Headword:
τρωγλοδυτέω
Headword (normalized):
τρωγλοδυτέω
Headword (normalized/stripped):
τρωγλοδυτεω
IDX:
89525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89526
Key:

Data

{'content': 'dwell in holes'}