Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
Τρῶες
Τρωΐαθεν
Τρωϊάς
Τρωϊκός
View word page
τρωγλοδύνων
creeping into a hole

ShortDef

creeping into a hole

Debugging

Headword:
τρωγλοδύνων
Headword (normalized):
τρωγλοδύνων
Headword (normalized/stripped):
τρωγλοδυνων
IDX:
89524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89525
Key:

Data

{'content': 'creeping into a hole'}