Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
τρωγλοδυτικός
τρωγλύδριον
Τρωγοδύται
τρώγω
View word page
τρωγάλιον
dessert fruit
ShortDef
dessert fruit
Debugging
Headword:
τρωγάλιον
Headword (normalized):
τρωγάλιον
Headword (normalized/stripped):
τρωγαλιον
IDX:
89520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89521
Key:
Data
{'content': 'dessert fruit'}