Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀντιόπη
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοτόμον
Ἀντιόχεια
Ἀντιόχειος
ἀντιοχεύομαι
Ἀντίοχος
ἀντιπαγκρατιάζω
ἀντιπάθεια
ἀντιπαθέω
ἀντιπαθής
ἀντιπαθητικός
ἀντιπαιδεύω
ἀντιπαιδονόμος
ἀντιπαίζω
ἀντίπαις
ἀντιπαίω
ἀντιπαιωνίζω
ἀντιπαλαιστής
ἀντιπαλαίω
View word page
ἀντιπαθέω
have an aversion

ShortDef

have an aversion

Debugging

Headword:
ἀντιπαθέω
Headword (normalized):
ἀντιπαθέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαθεω
IDX:
8951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8952
Key:

Data

{'content': 'have an aversion'}