Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
τρωγλοδύνων
τρωγλοδυτέω
τρωγλοδύτης
View word page
τρύχωσις
exhaustion, distress

ShortDef

exhaustion, distress

Debugging

Headword:
τρύχωσις
Headword (normalized):
τρύχωσις
Headword (normalized/stripped):
τρυχωσις
IDX:
89516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89517
Key:

Data

{'content': 'exhaustion, distress'}