Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
τρώγλη
τρωγλῖτις
View word page
τρῦχος
a worn out garment, a rag, shred

ShortDef

a worn out garment, a rag, shred

Debugging

Headword:
τρῦχος
Headword (normalized):
τρῦχος
Headword (normalized/stripped):
τρυχος
IDX:
89513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89514
Key:

Data

{'content': 'a worn out garment, a rag, shred'}