Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
Τρωγίλιος
View word page
τρυχίον
tatter, shred
ShortDef
tatter, shred
Debugging
Headword:
τρυχίον
Headword (normalized):
τρυχίον
Headword (normalized/stripped):
τρυχιον
IDX:
89511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89512
Key:
Data
{'content': 'tatter, shred'}