Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
τρωγάλιον
View word page
τρύχινος
of rags, ragged

ShortDef

of rags, ragged

Debugging

Headword:
τρύχινος
Headword (normalized):
τρύχινος
Headword (normalized/stripped):
τρυχινος
IDX:
89510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89511
Key:

Data

{'content': 'of rags, ragged'}