Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
Τρῳαδεύς
τρωγάλια
View word page
τρυχηρός
ragged, tattered

ShortDef

ragged, tattered

Debugging

Headword:
τρυχηρός
Headword (normalized):
τρυχηρός
Headword (normalized/stripped):
τρυχηρος
IDX:
89509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89510
Key:

Data

{'content': 'ragged, tattered'}