Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
τρύχω
τρύχωσις
τρύω
View word page
τρυφοκαλάσιρις
a soft, costly woman's garment
ShortDef
a soft, costly woman's garment
Debugging
Headword:
τρυφοκαλάσιρις
Headword (normalized):
τρυφοκαλάσιρις
Headword (normalized/stripped):
τρυφοκαλασιρις
IDX:
89507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89508
Key:
Data
{'content': "a soft, costly woman's garment"}