Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
τρῦχος
τρυχόω
View word page
τρύφημα
that in which one takes pride, a pride

ShortDef

that in which one takes pride, a pride

Debugging

Headword:
τρύφημα
Headword (normalized):
τρύφημα
Headword (normalized/stripped):
τρυφημα
IDX:
89504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89505
Key:

Data

{'content': 'that in which one takes pride, a pride'}