Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
τρυχηρός
τρύχινος
τρυχίον
τρύχνος
View word page
τρυφερωδῶς
delicately

ShortDef

delicately

Debugging

Headword:
τρυφερωδῶς
Headword (normalized):
τρυφερωδῶς
Headword (normalized/stripped):
τρυφερωδως
IDX:
89502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89503
Key:

Data

{'content': 'delicately'}