Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
τρύφος
View word page
τρυφεροστήμων
of delicate warp

ShortDef

of delicate warp

Debugging

Headword:
τρυφεροστήμων
Headword (normalized):
τρυφεροστήμων
Headword (normalized/stripped):
τρυφεροστημων
IDX:
89498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89499
Key:

Data

{'content': 'of delicate warp'}