Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
τρυφοκαλάσιρις
View word page
τρυφερόσαρκος
with soft, tender flesh

ShortDef

with soft, tender flesh

Debugging

Headword:
τρυφερόσαρκος
Headword (normalized):
τρυφερόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
τρυφεροσαρκος
IDX:
89497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89498
Key:

Data

{'content': 'with soft, tender flesh'}