Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
τρυφή
τρύφημα
τρυφητής
τρυφητικός
View word page
τρυφερός
delicate, dainty

ShortDef

delicate, dainty

Debugging

Headword:
τρυφερός
Headword (normalized):
τρυφερός
Headword (normalized/stripped):
τρυφερος
IDX:
89496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89497
Key:

Data

{'content': 'delicate, dainty'}