Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
τρυφερόχρως
τρυφερωδῶς
View word page
τρυφεραίνομαι
to be fastidious

ShortDef

to be fastidious

Debugging

Headword:
τρυφεραίνομαι
Headword (normalized):
τρυφεραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
τρυφεραινομαι
IDX:
89492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89493
Key:

Data

{'content': 'to be fastidious'}