Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
τρυφερόφθαλμος
View word page
τρύφαξ
a wanton, debauchee

ShortDef

a wanton, debauchee

Debugging

Headword:
τρύφαξ
Headword (normalized):
τρύφαξ
Headword (normalized/stripped):
τρυφαξ
IDX:
89490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89491
Key:

Data

{'content': 'a wanton, debauchee'}