Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
τρυφεροστήμων
τρυφερότης
View word page
τρυφάλεια
a helmet
ShortDef
a helmet
Debugging
Headword:
τρυφάλεια
Headword (normalized):
τρυφάλεια
Headword (normalized/stripped):
τρυφαλεια
IDX:
89489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89490
Key:
Data
{'content': 'a helmet'}