Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
τρυφερός
τρυφερόσαρκος
View word page
τρυσμός
gurgling
ShortDef
gurgling
Debugging
Headword:
τρυσμός
Headword (normalized):
τρυσμός
Headword (normalized/stripped):
τρυσμος
IDX:
89487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89488
Key:
Data
{'content': 'gurgling'}