Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
τρυφερία
τρυφερόβιος
View word page
τρυσίβιος
wearing out life

ShortDef

wearing out life

Debugging

Headword:
τρυσίβιος
Headword (normalized):
τρυσίβιος
Headword (normalized/stripped):
τρυσιβιος
IDX:
89485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89486
Key:

Data

{'content': 'wearing out life'}