Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
τρυφάω
τρυφεραίνομαι
τρυφεραμπέχονος
View word page
τρυπητός
pierced

ShortDef

pierced

Debugging

Headword:
τρυπητός
Headword (normalized):
τρυπητός
Headword (normalized/stripped):
τρυπητος
IDX:
89483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89484
Key:

Data

{'content': 'pierced'}