Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
τρύφαξ
View word page
τρυπητέον
one must bore
ShortDef
one must bore
Debugging
Headword:
τρυπητέον
Headword (normalized):
τρυπητέον
Headword (normalized/stripped):
τρυπητεον
IDX:
89480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89481
Key:
Data
{'content': 'one must bore'}