Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
τρυφάλεια
View word page
τρύπησις
boring

ShortDef

boring

Debugging

Headword:
τρύπησις
Headword (normalized):
τρύπησις
Headword (normalized/stripped):
τρυπησις
IDX:
89479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89480
Key:

Data

{'content': 'boring'}