Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
τρυσμός
τρυτάνη
View word page
τρύπημα
a hole

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
τρύπημα
Headword (normalized):
τρύπημα
Headword (normalized/stripped):
τρυπημα
IDX:
89478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89479
Key:

Data

{'content': 'a hole'}