Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
τρυσίππιον
View word page
τρυπάω
to bore, pierce through

ShortDef

to bore, pierce through

Debugging

Headword:
τρυπάω
Headword (normalized):
τρυπάω
Headword (normalized/stripped):
τρυπαω
IDX:
89476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89477
Key:

Data

{'content': 'to bore, pierce through'}