Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
τρυσάνωρ
τρυσίβιος
View word page
τρυπανώδης
piercing

ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
τρυπανώδης
Headword (normalized):
τρυπανώδης
Headword (normalized/stripped):
τρυπανωδης
IDX:
89475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89476
Key:

Data

{'content': 'piercing'}